- γραμματοδιδάσκαλος
- ο (AM γραμματοδιδάσκαλος)αυτός που διδάσκει τα πρώτα γράμματα στους μαθητέςνεοελλ.κατώτερος βαθμός δασκάλου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραμματοδιδάσκαλος — schoolmaster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοδιδασκάλοις — γραμματοδιδάσκαλος schoolmaster masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοδιδασκάλου — γραμματοδιδάσκαλος schoolmaster masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοδιδασκάλους — γραμματοδιδάσκαλος schoolmaster masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοδιδασκάλων — γραμματοδιδάσκαλος schoolmaster masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοδιδασκάλῳ — γραμματοδιδάσκαλος schoolmaster masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματοδιδάσκαλον — γραμματοδιδάσκαλος schoolmaster masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
γραμματικός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης. * * * ή, ό (AM γραμματικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις»,… … Dictionary of Greek